- τέκνοισιν
- τέκνονchildneut dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στοργή — η, ΝΜΑ αγάπη αγνή, θερμή και βαθιά, αφοσίωση (α. «μητρική στοργή» β. «ἡδύ γε πατὴρ τέκνοισιν, εἰ στοργὴν ἔχοι», Φιλήμ. γ. «γονέων πρὸς ἔκγονα στοργή», Πλούτ.) αρχ. σπαν. ερωτική αγάπη, σαρκικός πόθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα στοργ τού… … Dictionary of Greek